- ἑκούσιος
- 3 и 2 добровольный
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἑκούσιος — voluntary masc nom sg ἑκούσιος voluntary masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκούσιος — α, ο (AM ἑκούσιος, α, ον και ἐκούσιος, ον) αυτός που γίνεται με τη θέλησή του, ο ηθελημένος αρχ. 1. αυτός που ενεργεί με ελεύθερη βούληση 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑκούσια πράξεις εθελοντικές 3. (απρσ.) «ἑκούσιόν ἐστί μοι» είμαι πρόθυμος για… … Dictionary of Greek
εκούσιος — α, ο επίρρ. α που γίνεται με τη θέληση κάποιου, θεληματικός, εθελοντικός: Εκούσια απαγωγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑκουσίως — ἑκούσιος voluntary adverbial ἑκούσιος voluntary masc acc pl (doric) ἑκούσιος voluntary adverbial ἑκούσιος voluntary masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκούσιον — ἑκούσιος voluntary masc acc sg ἑκούσιος voluntary neut nom/voc/acc sg ἑκούσιος voluntary masc/fem acc sg ἑκούσιος voluntary neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκουσίων — ἑκούσιος voluntary fem gen pl ἑκούσιος voluntary masc/neut gen pl ἑκούσιος voluntary masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκουσίοις — ἑκούσιος voluntary masc/neut dat pl ἑκούσιος voluntary masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκουσίοισι — ἑκούσιος voluntary masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἑκούσιος voluntary masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκουσίοισιν — ἑκούσιος voluntary masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἑκούσιος voluntary masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκουσίου — ἑκούσιος voluntary masc/neut gen sg ἑκούσιος voluntary masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκουσίους — ἑκούσιος voluntary masc acc pl ἑκούσιος voluntary masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)